- πατρόφιλος
- Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός διαπιστώνεται και από μια επιστολή του Ευσέβιου, που την έστειλε από την πόλη αυτή στον κλήρο και στον λαό της Ιταλίας, και στην οποία εκθέτει τις προσβολές και τον εξευτελισμό που γνώρισε για τις αντιαρειανικές του ιδέες από τους αρειανούς με την υποκίνηση του Πατρόφιλου.
* * *-η, -ον, Μφιλοπάτωρ*, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.