πατρόφιλος

πατρόφιλος
Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός διαπιστώνεται και από μια επιστολή του Ευσέβιου, που την έστειλε από την πόλη αυτή στον κλήρο και στον λαό της Ιταλίας, και στην οποία εκθέτει τις προσβολές και τον εξευτελισμό που γνώρισε για τις αντιαρειανικές του ιδέες από τους αρειανούς με την υποκίνηση του Πατρόφιλου.
* * *
-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ*, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πατρόφιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατροφίλου — Πατρόφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατροφίλῳ — Πατρόφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρόφιλε — Πατρόφιλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρόφιλον — Πατρόφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der antiken Koroplastiker — Die Liste der antiken Koroplastiker verzeichnet die bekannten Koroplastiker der Antike. Name griechisch Wirkungsort Zeit Bemerkung Beispiel Agathemeros Ἀγαθήμερος Myrina 1. Jh. v. Chr. nur bekannt von zwei Statuetten …   Deutsch Wikipedia

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”